Μιμνέρμειος

Μιμνέρμειος
Μιμνέρμειος, -εία, -ον (Α) [Μίμνερμος]
1. αυτός που αναφέρεται στον Μίμνερμο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Μιμνέρμειον
γυμναστήριο που πήρε την ονομασία του από τον Μίμνερμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”